- κέρσιμος
- κέρσιμος, ον, ([etym.] κείρω)A that may be nibbled: τὸ κ. angler's float, Sch. Il.24.81; cf. κέρας IV, γέντιμος, γέρσυμον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέρσιμος — κέρσιμος, ον (Α) [κείρω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κουρέψει … Dictionary of Greek
κέρσιμον — κέρσιμος that may be nibbled masc/fem acc sg κέρσιμος that may be nibbled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρσιμον — κέρσιμον, τὸ (Α) συρίγγιο από κέρατο σε αλιευτική ορμιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως διασώζει θ. κερσ που ανιχνεύεται στο κέρνα (II)* και συνδέεται με τα κέρας, κάρηνα + κατάλ. ιμον (ουδ. τής ιμος) με παρετυμολογική πιθ. επίδραση τών κέρσιμος … Dictionary of Greek